- αυθημερόν
- (AM αὐθημερόν, Α και αὐθήμερα και αὐτημερόν, ιων. τ.) [αυθήμερος]μέσα στην ίδια μέρα, μονομερίς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυθημερόν — επίρρ. χρον., την ίδια μέρα: Ήρθε, αλλά έφυγε αυθημερόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθημερόν — αὐθήμερος made indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθήμερον — αὐθήμερος made masc/fem acc sg αὐθήμερος made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτημερόν — αὐτημερόν επίρρ. (Α) αυθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν] … Dictionary of Greek
оидень — в тот же день , только русск. цслав. оидьнь αὑθημερόν (Григ. Наз., изд. Будиловича 47а), где ои , согласно Лескину (IF 17, 491), родственно др. инд. ауаm он, этот , авест. ауǝm, лат. еum (*еi̯оm) и т. д.; ср. Вальде–Гофм. 1, 720. Спрашивается,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… … Dictionary of Greek
ανήμερα — επίρρ. (Μ ἀνήμερα) κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης ημέρας, αυθημερόν … Dictionary of Greek
απαυθημερίζω — ἀπαυθημερίζω (Α) 1. κάνω κάτι την ίδια μέρα 2. μεταβαίνω σε κάποιον τόπο και επιστρέφω αυθημερόν … Dictionary of Greek
αυτήμαρ — αὐτῆμαρ επίρρ. (Α) [ήμαρ] την ίδια μέρα, αυθημερόν … Dictionary of Greek
επάμερον — ἐπάμερον (Α) επίρρ. αυθημερόν) … Dictionary of Greek